ιππίδιον

ιππίδιον
το (Α ἱππίδιον)
νεοελλ.
1. (υποκορ. τού ίππος) μικρός ίππος, ιππάριο, αλογάκι
2.
αρχ.
είδος ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππος + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. σφαιρ-ίδιον, χοιρ-ίδιον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἱππίδιον — a neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππίδια — ἱππίδιον a neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”